Α.Σ Ερυθρών: Καλλιέργεια σιταριού.

Το σιτάρι είναι το φυτό που καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση σε όλο τον κόσμο από οποιοδήποτε άλλο φυτό και αποτελεί τη βάση της διατροφής του ανθρώπου σε πολλές περιοχές της γης.

                  Φωτογραφία Ερυθρές Αττικής 

Σχεδόν δεν υπάρχει χώ­ρα σε ολόκληρο τον κόσμο που να μην καλλιεργεί σιτάρι σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση και σχεδόν δεν υ­πάρχει μήνας του χρόνου που να μην λαμβάνει χώρα συγκομιδή σιταριού σε κάποιο σημείο της γης.

Η κύρια ζώνη καλλιέργειας είναι οι εύκρατες περιοχές της γης. Εν τούτοις όμως το σιτάρι καλλιεργείται και σε πολλές τροπικές και υποτροπικές χώρες. Σε ολόκληρο τον κόσμο το σιτάρι καταλαμβάνει το 15% των καλλιερ­γούμενων εκτάσεων ενώ στην Ελλάδα το 25% περίπου.

Είναι γνωστό ότι η θεαματική αύξηση των αποδόσεων και της παραγωγικότητας στη γεωργία, προέρχονται από τη συνδυασμένη δράση τριών παραγόντων:

  • Τη δημιουργία και διάδοση νέων ποικιλιών με υψηλότερο δυναμικό απόδοσης και καλύτερη ποιότητα.
  • Την εισαγωγή νέας βελτιωμένης τεχνολογίας στη σποροπαραγωγή.
  • Τη βελτιωμένη τεχνική υποστήριξη των καλλιεργειών.

Σε γενικές γραμμές η τεχνική υποστήριξη που προτείνεται για την καλλιέργεια του μαλακού σιταριού ισχύει και για τα υπόλοιπα χειμωνιάτικα σιτηρά με μία διαφοροποίηση μόνο, τη λίπανση.  Η τεχνική υποστήριξη της καλλιέργειας ή τεχνική της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού περιλαμβάνει τις παρακάτω ενέργειες:

Προετοιμασία εδάφους

Αγρός Αγροτικού Συνεταιρισμού Ερυθρών

 

Η προετοιμασία πρέπει να γίνεται στο στάδιο του “ρώγου”, γιατί τότε λόγω των χαλαρών δεσμών μεταξύ των μορίων του εδάφους απαιτείται λιγότερη μηχανική ενέργεια και γιατί έτσι εξασφαλίζονται οι καλύτερες δυνατές συνθήκες υγρασίας και αερισμού για το φύτρωμα του σπόρου και προεξοφλείται ο καλύτερος δυνατός θρυμματισμός του εδάφους. Οι ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και αερισμού, μαζί με την ευνοϊκή θερμοκρασία (20°C) και τον καλό θρυμματισμό του εδάφους αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για ομοιόμορφο και γρήγορο φύτρωμα των φυταρίων και για την ομαλή ανάπτυξη της καλλιέργειας.
Πολύ σημαντικό στοιχείο που έχει σχέση με την προετοιμασία του εδάφους, τη διατήρηση της γονιμότητας, της υφής και της συνοχής των εδαφών, είναι και ο χειρισμός των υπολειμμάτων του θεριζοαλωνισμού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το σιτηρό διαδέχεται σιτηρό επί σειρά ετών.
Είναι γνωστό ότι η συνοχή των εδαφών (σχηματισμός κολλοειδών), οφείλεται στην οργανική ουσία και στην άργιλο και ότι η βαθμιαία μείωση των ποσοστών τους στο έδαφος συνιστά τη διαδικασία της “ερημοποίησης” των εδαφών. Κάτω από τις ξηροθερμικές συνθήκες, της νότιας Ελλάδας κυρίως, αλλά και μέρους της κεντρικής (Θεσσαλία), τα φαινόμενα της οξείδωσης (καύσης) της οργανικής ουσίας είναι ιδιαίτερα έντονα και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί η διαδικασία της χουμοποίησης, ώστε να εξασφαλιστεί κάποιο μικρό πλεόνασμα οργανικής ουσίας. Αυτό μπορεί να γίνει με την αποφυγή των καλοκαιρινών καλλιεργητικών επεμβάσεων αφενός, γιατί εκθέτουν την οργανική ουσία σε οξειδώσεις, και με το παράχωμα των υπολειμμάτων του θεριζοαλωνισμού αφετέρου, στο τέλος του καλοκαιριού.
Επειδή η διαδικασία της χουμοποίησης απαιτεί ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας, που συνήθως επικρατούν στη χώρα μας τους μήνες Μάρτιο-Απρίλιο, δηλαδή τότε που η καλλιέργεια έχει τις μεγάλες απαιτήσεις σε υγρασία και θρεπτικά στοιχεία, απαιτείται η ενίσχυση της καλλιέργειας με επιπλέον ποσότητα αζώτου. Σύμφωνα με μακροχρόνια πειράματα που έγιναν στο Ινστιτούτο Σιτηρών η ποσότητα αυτή, ανέρχεται σε 5-6 μονάδες ανά στρέμμα και πρέπει να χορηγείται ή το φθινόπωρο μετά το παράχωμα ή στην έναρξη του αδελφώματος, για να καλύψει τις ανάγκες των μικροοργανισμών που συμμετέχουν στη διαδικασία της χουμοποίησης. Αν δεν δοθεί αυτή η επιπλέον ποσότητα οι αποδόσεις θα μειωθούν. Η ευνοϊκή επίδραση του παραχώματος και της λίπανσης που το συνοδεύει έναντι του καψίματος της καλαμιάς γίνεται φανερή δυστυχώς μετά από ένα διάστημα 7-8 ετών εφαρμογής του. Αυτή η επιβάρυνση όμως, με την επί πλέον δαπάνη της ενισχυμένης λίπανσης, αποτελεί μακροχρόνια και σίγουρη επένδυση, αφού είναι γνωστό πια ότι κάθε χρόνο χάνονται στον πλανήτη τεράστιες εκτάσεις από την καλλιέργεια, εξαιτίας της μη σωστής χρήσης των εδαφών και των περιττών καλλιεργητικών επεμβάσεων.

Επιλογή σπόρου

Ο σπόρος αποτελεί την αρχή και το τέλος κάθε καλλιεργητικής προσπάθειας. Από αυτόν εξαρτώνται το γρήγορο και κανονικό φύτρωμα, η πρώτη ανάπτυξη των φυτών, η καθαρότητα και ομοιογένεια της καλλιέργειας και τέλος η απόδοση και η ποιότητα. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει ο σπόρος που θα χρησιμοποιήσουμε να πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  • Να ανήκει στην ποικιλία που επιλέξαμε να καλλιεργήσουμε.
  • Να είναι καθαρός, δηλαδή απαλλαγμένος από σπόρους ζιζανίων ή άλλων ποικιλιών.
  • Να είναι απαλλαγμένος από ασθένειες και έντομα.
  • Να είναι απολυμασμένος.
  • Να μην περιέχει σπασμένους σπόρους ή σπασμένα έμβρυα.
  • Να είναι κατά το δυνατόν ομοιόμορφος σε μέγεθος και γεμάτος.
  • Να έχει υψηλή φυτρωτική ικανότητα και βλαστική δύναμη.

Σπόρος που πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις διατίθεται από σποροπαραγωγικές επιχειρήσεις. Αυτός, εφόσον δεν υποστεί ανάμειξη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δύο, σπάνια σε τρεις διαδοχικές καλλιεργητικές περιόδους και στη συνέχεια θα πρέπει να ανανεωθεί. Η ανανέωσή του, η προμήθεια δηλαδή πιστοποιημένου σπόρου κάθε δύο, τρία χρόνια, είναι απαραίτητη, γιατί η ποικιλία με τις διαδοχικές καλλιέργειες χάνει μεγάλο ποσοστό από την ομοιογένειά της και οι αποδόσεις πέφτουν σημαντικά. Η απώλεια αυτή της ομοιογένειας και απόδοσης οφείλεται σε φυσικές μεταλλάξεις, σε φυσικές διασταυρώσεις, σε φυσική επιλογή, σε αναμίξεις κατά τον αλωνισμό αλλά και σε άλλους λιγότερο σημαντικούς παράγοντες.

Σπορά

 

Πότε η κατάλληλη εποχή σποράς;Πόση ποσότητα σπόρου χρησιμοποιείται ανά στρέμμα;

Αγρός στις Ερυθρές Αττικής

Τα κύρια σημεία που πρέπει να προσεχθούν είναι το βάθος σποράς (3-5 εκατοστά), η ομοιόμορφη κατανομή του σπόρου κατά μήκος των γραμμών σποράς, η απόθεση των σπόρων στο ίδιο βάθος και η χρησιμοποίηση της σωστής ποσότητας σπόρου για κάθε ποικιλία και για κάθε χωράφι. Για κάθε ποικιλία υπάρχει μία άριστη ποσότητα σπόρου που οδηγεί στη μέγιστη απόδοση και αυτό μπορεί να βρεθεί μόνο έπειτα από πειραματισμό.
Για το λόγο αυτό καλό είναι να ακολουθηθούν οι παρακάτω οδηγίες προκειμένου να βρεθεί αυτή η άριστη ποσότητα. Για πολύ καλή απόδοση απαιτείται η παρουσία περίπου 500.000 φυτών ανά στρέμμα. Εάν είναι γνωστό το βάρος χιλίων σπόρων της ποικιλίας με την απλή μέθοδο των τριών βρίσκουμε την ποσότητα σπόρου που θα πρέπει να σπαρεί σε ένα στρέμμα. Έστω για παράδειγμα ότι το βάρος χιλίων σπόρων της ποικιλίας είναι 40 γραμμάρια και ότι η βλαστική τους ικανότητα είναι 100%. Για να επιτευχθεί πυκνότητα 500.000 φυτών ανά στρέμμα χρειάζεται :
500.000 x (40 γρ. / 1000) = 20.000.000/1000= 20.000 γραμ. = 20 κιλά σπόρο.
Εάν η ποικιλία δεν αδελφώνει καλά ή οι σπόροι έχουν μικρότερη βλαστική ικανότητα, θα πρέπει να αυξηθεί ανάλογα η ποσότητα σπόρου ανά στρέμμα. Επίσης αυτή θα πρέπει να αυξηθεί εάν οι συνθήκες σποράς δεν είναι ευνοϊκές (κακή προετοιμασία, ξηρασία κ.ά.) και αναμένονται απώλειες από κατανομή σπόρου σε μεγάλα βάθη ή από πουλιά και τρωκτικά.
Πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψη ότι η πολύ πυκνή σπορά αυξάνει το ύψος της ποικιλίας και την καθιστά ευαίσθητη στο πλάγιασμα και τις ασθένειες, επειδή τα φυτά ανταγωνίζονται για το φως και το καλάμι τους γίνεται λεπτό και ευαίσθητο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για την ποικιλία Βεργίνα η άριστη ποσότητα σπόρου είναι 16-18 κιλά/στρέμμα και για την ποικιλία Γεκόρα 18-20 κιλά. Η Γεκόρα είναι μεγαλόσπερμη με βάρος χιλίων σπόρων 40-45 γραμμάρια έναντι 30-35 της Βεργίνας.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η εποχή σποράς και η κατεύθυνση των γραμμών σποράς. Οι πρώιμες ποικιλίες, όπως η Γεκόρα, πρέπει να σπέρνονται προς το τέλος της περιόδου σποράς της κάθε περιοχής και οι οψιμότερες, όπως οι Βεργίνα, Δίο, Αιγές, Τζενερόζο κ.ά., στην αρχή της.
Οι γραμμές της σποράς θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν παράλληλες με την κίνηση του ήλιου και κάθετες προς τους επικρατέστερους ανέμους της περιοχής για να εξασφαλιστούν αφενός πλουσιότερος φωτισμός και αφετέρου να μειωθούν οι επιπτώσεις από το ψύχος.
Τέλος, η σπορά θα πρέπει να γίνει κατά το δυνατόν αμέσως μετά την προετοιμασία του χωραφιού για να μη χαθεί η υγρασία και για να μη δοθεί το προβάδισμα στην ανάπτυξη ζιζανίων.

Λίπανση

Όπως ήδη αναφέρθηκε οι σύγχρονες ποικιλίες για να δώσουν μεγάλες αποδόσεις απαιτούν ισχυρή τεχνική υποστήριξη. Η λίπανση αποτελεί τη βάση αυτής της υποστήριξης και θα πρέπει να δίδεται στον κατάλληλο χρόνο και με τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες αξιοποίησης. Με τη λίπανση αυξάνει η απόδοση, αλλά μέχρι ενός ορίου πέρα από το οποίο η αύξηση της απόδοσης δεν καλύπτει την αξία του επί πλέον λιπάσματος (νόμος της μη αναλόγου απόδοσης). Η χρησιμοποίηση αυξημένων ποσοτήτων λιπασμάτων, πέρα από τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει στην καλλιέργεια (κυρίως σε ξηροθερμική άνοιξη) αποτελεί και απειλή για το περιβάλλον.
Δυστυχώς δεν μπορεί να υπάρξει μία και μόνη συνταγή για όλα τα είδη σιτηρών και τις ποικιλίες τους, γιατί η λίπανση αλληλεπιδρά με το γενότυπο της ποικιλίας και με το περιβάλλον και οδηγεί στη διαφοροποίηση και της απόδοσης και της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Πάντως θα πρέπει να είναι γνωστό ότι η ποσότητα και ο τύπος της λίπανσης καθορίζονται από το επίπεδο της αναμενόμενης παραγωγής, από την αντοχή της ποικιλίας στο πλάγιασμα, από την προηγούμενη καλλιέργεια και από την επίδραση της λίπανσης στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος.
Από πειράματα που έχουν γίνει στο Ινστιτούτο Σιτηρών ο καλύτερος λιπαντικός συνδυασμός για το μαλακό σιτάρι είναι ο (9+9)-8-8, που σημαίνει 9 κιλά αζώτου ανά στρέμμα στη σπορά και άλλα 9 στο αδέλφωμα και 8 κιλά φωσφόρου και 8 κιλά καλίου ανά στρέμμα κατά τη σπορά. Ειδικότερα για τις ποικιλίες Βεργίνα και Γεκόρα ο καλύτερος λιπαντικός συνδυασμός είναι (6+6)-8-8 και (9+9)-8-8 αντίστοιχα. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το τριτικάλε.
Σε περιπτώσεις όπου το έδαφος έχει όξινο pH το επιφανειακό άζωτο πρέπει να χορηγείται με τη μορφή της ασβεστούχου νιτρικής αμμωνίας. Η επιφανειακή λίπανση θα πρέπει να συνοδεύεται από συνθήκες υγρασίας ευνοϊκές για τη διαλυτοποίηση και διήθηση του αζώτου στο έδαφος (βροχή ή άρδευση).
Το κάλιο χορηγείται επίσης στη σπορά γιατί είναι δυσδιάλυτο και απαιτούνται οι βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και του χειμώνα για τη διαλυτοποίησή του. Τα εδάφη της χώρας μας είναι πλούσια σε κάλιο και σπάνια χρειάζεται η προσθήκη του. Συνήθως η έλλειψη της απαραίτητης υγρασίας στο έδαφος οδηγεί στην εκδήλωση φαινομένων έλλειψης καλίου στα φυτά.

Άρδευση

Τα χειμωνιάτικα σιτηρά έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό (70% επί του συνόλου) τη χρονική περίοδο μεταξύ καλαμώματος και άνθησης. Η περίοδος αυτή αρχίζει περίπου στα μέσα Μαρτίου και τελειώνει στα μέσα Μαΐου και είναι για τη χώρα μας η περίοδος με τις λιγότερες βροχοπτώσεις, τουλάχιστον στα κεντρικά και νότια διαμερίσματα. Στις περιοχές αυτές τα χειμωνιάτικα σιτηρά σπάνια ωριμάζουν φυσιολογικά. Συνήθως εκεί ο βιολογικός κύκλος των φυτών, κλείνει βίαια κάτω από τις ξηροθερμικές συνθήκες των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι εκεί οι πρώιμες ποικιλίες αποδίδουν καλύτερα.
Στις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας (μέρος της Θεσσαλίας, Μακεδονία και Θράκη) οι συνθήκες είναι καλύτερες και οι κίνδυνοι από την ξηρασία μικρότεροι. Παρόλα αυτά όμως κι εδώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος υδατικής στέρησης. Για τους λόγους αυτούς και επειδή οι νέες ποικιλίες που σήμερα καλλιεργούνται στη χώρα μας έχουν υψηλό δυναμικό απόδοσης, μία τουλάχιστον άρδευση κοντά στο ξεστάχυασμα, εφόσον υπάρχει ανάγκη και δυνατότητα εφαρμογής, πρέπει να γίνεται αφού το κόστος εφαρμογής του υπερκαλύπτεται από την αυξημένη απόδοση.

Καταπολέμηση ζιζανίων

Ποια είναι τα σημαντικότερα ζιζάνια της καλλιέργειας;Πως καταπολεμούνται;

Επειδή τα χειμωνιάτικα σιτηρά καλλιεργούνται συνήθως σε εκτάσεις όπου άλλες καλλιέργειες δε μπορούν να τις αξιοποιήσουν ανταγωνιστικά, παρατηρείται το φαινόμενο της επί σειρά ετών καλλιέργειας στο ίδιο χωράφι του ίδιου είδους και πολλές φορές της ίδιας ποικιλίας φυτού. Ένα από τα δυσάρεστα αποτελέσματα αυτού του τρόπου διαχείρισης τεράστιων εκτάσεων στη χώρα μας, είναι η ανάπτυξη και διάδοση ζιζανίων με βιολογία παράλληλη με αυτή των χειμωνιάτικων σιτηρών.
Τέτοια ζιζάνια είναι τα αγρωστώδη Lolium spp., Agropyron repensFestuca spp., Falaris spp., Milium vernaleAvena fatua και Bromus spp.
Τα ζιζάνια αυτά πέρα από το γεγονός ότι απαιτούν εφαρμογή εκλεκτικών ζιζανιοκτόνων, ώστε να μη ζημιώνεται σημαντικά η καλλιέργεια, έχουν αναπτύξει γενοτύπους ανθεκτικούς στα συνήθη ζιζανιοκτόνα, λόγω της επί σειρά ετών εφαρμογής ορμονικών ζιζανιοκτόνων. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα πλατύφυλλα ζιζάνια Galium spp., Chrysanthemum segetumAnthemis spp., Chamomila recutitaBifora radians, τα οποία έχουν αναπτύξει κάποια μορφή αντοχής στα ορμονικά ζιζανιοκτόνα.
Παράλληλα η αυξημένη αζωτούχος λίπανση βοήθησε στην αύξηση των πληθυσμών των πλατύφυλλων ζιζανίων Anthemis spp., ChamomilarecutitaSinapis arvensis και Stellaria media. Υπάρχει ακόμη μία κατηγορία ζιζανίων, που είτε αντέχουν στη σκιά όπως τα Viola arvensis,Chenopodium album και Stellaria media, είτε είναι ικανά να αναρριχώνται για να βρουν ευνοϊκές συνθήκες φωτισμού όπως τα Polygonum convolvulus και Galium spp.
Γενικά τα προβλήματα που δημιουργούνται από τα ζιζάνια, αφορούν τη μείωση της απόδοσης και την υποβάθμιση της ποιότητας, τις δυσκολίες κατά τη συγκομιδή και την εμφάνιση του φαινομένου της αλληλοπάθειας.
Συμπερασματικά προκύπτει ότι ο έλεγχος των ζιζανίων στις καλλιέργειες των χειμωνιάτικων σιτηρών μόνο με χημικά μέσα, γίνεται διαρκώς όλο και δυσκολότερος, γιατί απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Η βιολογική καταπολέμηση των ζιζανίων από την άλλη πλευρά, δε μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια ακόμη και απαιτείται πολύς δρόμος ακόμη ώστε να ελέγχονται τα σημαντικότερα ζιζάνια.

Έτσι σήμερα ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου των ζιζανίων πρέπει να περιλαμβάνει τις παρακάτω δραστηριότητες:

  • Σωστή προετοιμασία του εδάφους που να διευκολύνει τη σπορά σε ομοιόμορφο βάθος.
  • Έγκαιρη και σωστή σπορά κάτω από άριστες, κατά το δυνατόν, συνθήκες υγρασίας, αερισμού και θερμοκρασίας του εδάφους, που δίνουν προβάδισμα στην εξέλιξη της καλλιέργειας.
  • Εφαρμογή προφυτρωτικής ζιζανιοκτονίας.
  • Μεταφυτρωτικός έλεγχος των ζιζανίων που αναμένεται να ζημιώσουν την παραγωγή.
  • Εναλλαγή του σιτηρού κάθε τρία χρόνια με σκαλιστική καλλιέργεια, εφόσον είναι εφικτή και όχι υποδεέστερη οικονομικά.
  • Περιορισμός στην αλόγιστη χρήση λιπασμάτων που αυξάνουν την ευαισθησία της καλλιέργειας στα ζιζανιοκτόνα, ευνοούν την εξάπλωση των αζωτόφιλων ζιζανίων και πιθανά αλλοιώνουν το pH του εδάφους.
  • Εναλλαγή των ορμονικών με άλλα ζιζανιοκτόνα.
  • Επιλογή της κατάλληλης ποικιλίας για τη συγκεκριμένη περιοχή και σπορά στην κατάλληλη πυκνότητα.

By : αγροσύμβουλος