Α. Σ. Ερυθρών: Εγκατάσταση νέου αμπελώνα. Μέρος πρώτο.

του Μανόλη Ν. Σταυρακάκη, ομότιμου καθηγητή ΓΠΑ

Στις περισσότερες αμπελουργικές χώρες, και στην Ελλάδα, η εγκατάσταση νέου αμπελώνα συνδέεται περισσότερο με την εκρίζωση των φυτών (πρέμνων) και την επαναφύτευση (αναμπέλωση) των αμπελώνων που κρίνονται ως αντιπαραγωγικοί και λιγότερο με την αναζήτηση νέων αμπελότοπων. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την αναδιάρθρωση της δομής και της οργάνωσης του ελληνικού αμπελώνα.

Στη μεταφυλλοξηρική αμπελουργία οι κυριότεροι λόγοι για την αναμπέλωση είναι η φυλλοξήρα και οι ιώσεις, που περιορίζουν την παραγωγική ζωή των εμβολιασμένων πρέμνων στα 30-35 έτη, σε σχέση με τα 50-80 των αυτόρριζων αμπελώνων.

Παράλληλα, όμως, η αναμπέλωση δίδει τη δυνατότητα της αξιοποίησης των εξελίξεων και των νέων δεδομένων της επιστήμης της αναπτυξιακής αμπελουργίας και της σύγχρονης τεχνολογίας στη δομή των αμπελώνων (ποικιλιακή αναδιάρθρωση, προσανατολισμός, πυκνότητα φύτευσης, νέα συστήματα μόρφωσης και υποστύλωσης των πρέμνων, εκμηχάνιση καλλιεργητικών επεμβάσεων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εφαρμογή της αμπελουργίας της ακριβείας), ενόψει και της κλιματικής αλλαγής.

Και στην περίπτωση της αναμπέλωσης κομβικά σημεία αποτελούν πλέον η επιλογή της ποικιλίας και η δομή του νέου αμπελώνα.

Τα επιμέρους διαδοχικά στάδια της εκρίζωσης των πρέμνων και της απομάκρυνσης των υλικών υποστύλωσης, της επιμελημένης απομάκρυνσης των ριζών, της αμειψισποράς ή της απολύμανσης του εδάφους και της φύτευσης αποτελούν αντικείμενα της αμπελοκομικής τεχνικής, με αρκετές εναλλακτικές λύσεις, που σε πρακτικό επίπεδο εξαρτώνται από το μέγεθος του αμπελώνα και τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους. Στο κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζονται αξιολογικά οι βασικές κατευθύνσεις και τα διαδοχικά στάδια της αναμπέλωσης σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.

Επιλογή ποικιλίας/υποκειμένου

Η αναμπέλωση, μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν ως μία απλή αντικατάσταση των γερασμένων πρέμνων μιας ποικιλίας με νέα φυτά. Όμως, το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Διότι, εκτός του νέου και πολύ σημαντικού παράγοντα, της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη διάρκεια των 30-35 χρόνων που πέρασαν από τη φύτευση του αμπελώνα έχουν αλλάξει πολλά, τόσο στα επιτεύγματα της έρευνας και της αμπελοκομικής τεχνικής, όσο και στις προτιμήσεις των καταναλωτών.

Είναι χαρακτηριστικό, ως προς το τελευταίο, ότι οι εκτάσεις και η παραγωγή της ποικιλίας Ραζακί, ιδιαίτερα στην Κρήτη, έχουν συρρικνωθεί δραματικά εξαιτίας της στροφής των καταναλωτών στις αγίγαρτες επιτραπέζιες ποικιλίες αμπέλου. Επομένως, η αλλαγή ή όχι της ποικιλίας/υποκειμένου αποτελεί βασικό θέμα της αναμπέλωσης.

Ως προς την πιθανολογούμενη κλιματική αλλαγή, η πιθανή αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του αέρα κατά 3 – 4°C σε συνδυασμό με τη μείωση των βροχοπτώσεων κατά 5-19% μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, σύμφωνα με τις προβλέψεις από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής στην Ελλάδα, θα επηρεάσει έως και θα αλλάξει το ελληνικό αμπελουργικό τοπίο.

Ήδη, είναι αισθητή η επίδραση της μικρής, σχετικά, αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του αέρα, ιδιαίτερα στους αμπελώνες της Νότιας Ελλάδας, στην εκδήλωση των φαινολογικών σταδίων της αμπέλου (βλάστησης, άνθισης, ωρίμανσης). Ανάλογα με την ποικιλία και την περιοχή, η εκβλάστηση των λανθανόντων οφθαλμών έγινε 5-12 ημέρες νωρίτερα, ενώ η πλήρης ωρίμανση των σταφυλιών έγινε 7-18 ημέρες νωρίτερα, σε αισθητά μεγαλύτερες τιμές της μέγιστης θερμοκρασίας, με όλες τις συνακόλουθες επιπτώσεις στις φυσιολογικές λειτουργίες, την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής, καθώς η ωρίμανση των σταφυλιών γίνεται σε ολοένα και υψηλότερες θερμοκρασίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην ανάπτυξη του φαινολικού και αρωματικού δυναμικού, αλλά και των λοιπών ποιοτικών χαρακτήρων των οίνων και γενικότερα των αμπελουργικών προϊόντων.

Τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι οι επιδράσεις των κλιματικών παραμέτρων θα έχουν και θετικές (για τις βορειότερες αμπελουργικές περιοχές της χώρας και τις επιτραπέζιες ποικιλίες) αλλά κυρίως και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αρνητικές (για τις νότιες περιοχές και προκειμένου για τις λευκές ποικιλίες οινοποιίας, ενώ περισσότερο ανθεκτικές φαίνεται ότι θα είναι οι ερυθρές).

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μερικές από τις λευκές ελληνικές και ξένες ποικιλίες πιθανόν να μην είναι σε θέση να παράγουν οίνους ποιότητας τα επόμενα χρόνια, στις περιοχές που καλλιεργούνται σήμερα. Επομένως, σε ένα σχέδιο αναμπέλωσης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν οι επιδράσεις αυτές τόσο στην επιλογή της ποικιλίας/υποκειμένου όσο και στην επιλογή των κατάλληλων συστημάτων μόρφωσης και υποστύλωσης των πρέμνων, του προσανατολισμού των γραμμών και της πυκνότητας φύτευσης.

Η επιλογή της ποικιλίας υπόκειται σε κάποιους κανόνες/περιορισμούς, όπως προκύπτουν από την ταξινόμηση των ποικιλιών σε συνιστώμενες και επιτρεπόμενες στα έντεκα αμπελουργικά διαμερίσματα της χώρας.

Η ταξινόμηση αυτή φαίνεται να θέτει προϋποθέσεις, όμως σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις καλλιεργητικές ιδιότητες και στην προσαρμογή των ποικιλιών στα συγκεκριμένα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα για την παραγωγή αμπελουργικών προϊόντων ποιότητας. Είναι όμως πολύ πιθανό, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, αλλά και άλλων παραγόντων, να χρειαστεί αναθεώρηση ορισμένων κανόνων και επιλογών και η προσαρμογή των αμπελουργικών ζωνών στις νέες συνθήκες.

Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, είναι ευκαιρία για την ανάδειξη και των παλαιών, ξεχασμένων ελληνικών ποικιλιών για τον εμπλουτισμό του ποικιλιακού δυναμικού (Βιδιανό, Κυδωνίτσα, Θραψαθήρι, Μούχταρο, Ταχτάς κ.ά.).

Κρίσιμο σημείο της αναμπέλωσης αποτελεί η χρήση πιστοποιημένου (γνήσιου ως προς την ταυτότητα της τυπικής ποικιλίας και υγιούς, για την ακρίβεια απαλλαγμένου από συγκεκριμένες ιώσεις και παθογόνα) πολλαπλασιαστικού υλικού των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου. Το υλικό αυτό των ποικιλιών μας (με την μπλε ετικέτα), χρόνια τώρα, εισάγεται κυρίως από τη Γαλλία και την Ιταλία, γιατί δεν είναι εφικτή η παραγωγή του στην Ελλάδα. Και αυτό δεν οφείλεται στην απουσία πρωτοκόλλου κλωνικής επιλογής στην Ελλάδα, όπως αφελώς κάποιοι υποστηρίζουν. Αντίθετα, η υλοποίηση του προγράμματος κλωνικής επιλογής στην Ελλάδα προϋποθέτει την ταυτοποίηση των ελληνικών ποικιλιών με την αμπελογραφική μέθοδο και τους μοριακούς δείκτες και την τεχνογνωσία απαλλαγής τους από συγκεκριμένους ιούς και παθογόνα.

Συχνά τίθεται το ερώτημα για την επιλογή του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί. Αν είναι προτιμότερη η φύτευση των απλών έρριζων υποκειμένων στον αμπελώνα και ο εμβολιασμός τους με εμβόλια της επιθυμητής ποικιλίας ή η χρήση έρριζων εμβολιασμένων μοσχευμάτων (Εικ. 1). Και οι δύο περιπτώσεις έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και η προτίμηση επηρεάζεται από την οικονομική ευχέρεια του αμπελουργού, τη διαθεσιμότητα έμπειρων εμβολιαστών, την ενσωμάτωση οικογενειακών ημερομισθίων κ.ά. Για παράδειγμα, πλεονεκτήματα για τη φύτευση έρριζων υποκειμένων αποτελούν: το μικρότερο κόστος προμήθειας, η έγκαιρη διαπίστωση της ταυτότητας του υποκειμένου, η απόκτηση εύρωστων φυτών, η ταχύτερη απόληψη παραγωγής μετά τον εμβολιασμό, ενώ στα μειονεκτήματα αναφέρονται η αδυναμία χρήσης καθαρών εμβολιοφόρων κληματίδων, οι δαπάνες εμβολιασμού κ.ά.

Ένα ενδεικτικό σχήμα περιλαμβάνει τη φύτευση των έρριζων μοσχευμάτων τον χειμώνα και τον εμβολιασμό το φθινόπωρο με τον ημιμαγιόρκειο εμβολιασμό, εξαιτίας των πλεονεκτημάτων του σε σχέση με τους λοιπούς εμβολιασμούς.

Αμειψισπορά και απολύμανση εδάφους

Στα σημαντικά προβλήματα του ελληνικού αμπελώνα περιλαμβάνονται οι ιώσεις, μεταξύ των οποίων ο μολυσματικός εκφυλισμός (GFLV) και οι σηψιρριζίες (Phytopthora κ.ά.), ιδιαίτερα κατά την αναμπέλωση ή την εγκατάσταση αμπελώνα σε περιοχές όπου υπήρχαν οπωροφόρα ή δασικά δέντρα. Φορείς μετάδοσης των ιώσεων στο αμπέλι είναι κατά πρώτο λόγο ο αγενής με μόσχευμα και εμβολιασμό πολλαπλασιασμός (μοναδικός τρόπος εγκατάστασης αμπελώνα στη μεταφυλλοξηρική αμπελουργία) και, βέβαια, οι νηματώδεις σκώληκες, μεταξύ των οποίων ο πλέον διαδεδομένος στον ελληνικό αμπελώνα Xiphinema Index. Το σύμπλοκο νηματώδους/ιού συνδέεται συχνά με τα αργιλώδη εδάφη, αλλά απαντά και σε αμμώδη ή αμμοπηλώδη.

Η αμειψισπορά, για χρονικό διάστημα 5-7 ετών πριν από την επαναφύτευση, έχει στόχο την απαλλαγή του εδάφους από τους νηματώδεις και τις εδαφογενείς ασθένειες και ταυτόχρονα τη βελτίωση της δομής και της γονιμότητας του εδάφους, σε συνδυασμό με τη βαθιά καλλιέργεια και τη βασική λίπανση. Όμως, ο απαιτούμενος αυτός χρόνος είναι μεγάλος, σε συνδυασμό μάλιστα με την περιορισμένη διάθεση των αμπελουργικών εδαφών σε καθεστώς απαγορεύσεως νέων φυτεύσεων.

Εναλλακτικά για τη σε σύντομο χρόνο επαναφύτευση, μπορεί να γίνει απολύμανση του εδάφους με χημικά μέσα, μέθοδος με υψηλό κόστος, της οποίας ο βαθμός αποτελεσματικότητας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ενώ η εφαρμογή της δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επαναμόλυνσης του εδάφους. Η φύτευση θα πρέπει να γίνει περίπου 4 – 5 μήνες μετά την απολύμανση. Στην αμπελοκομική πράξη εφαρμόζεται συχνά συνδυασμός αμειψισποράς (με αγρωστώδη) και χημικής απολύμανσης, ώστε να μειωθεί το ως άνω χρονικό διάστημα, ενώ σε μικρής έκτασης αμπελώνα τα αποτελέσματα μεγιστοποιούνται με την κάλυψη του εδάφους με πλαστικό (ηλιο-απολύμανση).

Η χρησιμοποίηση πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού (έρριζα εμβολιασμένα μοσχεύματα), με σημαντικό ποσοστό συμμετοχής στις δαπάνες εγκατάστασης, προϋποθέτει «καθαρό» αμπελουργικό έδαφος.

Εκρίζωση

Η διαδικασία εκρίζωσης ξεκινά αμέσως μετά τον τρυγητό. Ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια του αμπελουργού, τα πρέμνα ψεκάζονται με ένα διασυστηματικό ζιζανιοκτόνο, με κύριο στόχο την καταστροφή του ριζικού συστήματος. Ακολουθούν η κορμοτόμηση και απομάκρυνση του υπέργειου τμήματος των πρέμνων με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη διαταραχθεί ο εδαφικός ορίζοντας, είτε χρησιμοποιηθεί μονόυνο άροτρο (Εικ. 2) ή ειδικό εκριζωτικό μηχάνημα (Εικ. 3). Επειδή, δε, οι μόνιμες ρίζες των πρέμνων παραμένουν ζωντανές για 2-3 έτη και αποτελούν την κύρια εστία ανάπτυξης σηψιρριζιών, που απειλούν με ξήρανση τα νέα φυτά, είναι απολύτως απαραίτητη η προσεκτική απομάκρυνσή τους από τον αμπελώνα, με τη μικρότερη δυνατή απώλεια εδάφους. Με την ίδια προσοχή θα πρέπει να απομακρυνθούν και να καούν κορμοί, βραχίονες και κληματίδες.

Στους αμπελώνες επιτραπέζιων ποικιλιών (κυρίως Σουλτανίνας), όπου τα πρέμνα έχουν μορφωθεί σε υψηλά γραμμικά σχήματα (λύρα, σκάφη) με βαριές και δαπανηρές κατασκευές υποστύλωσης, για τη μείωση του υψηλού κόστους επανατοποθέτησης της υποστύλωσης, αμέσως μετά τον τρυγητό εκτελούνται ψεκασμός/οί με ισχυρό διασυστηματικό ζιζανιοκτόνο, ώστε να καταστραφεί το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα του ριζικού συστήματος και ακολουθεί κορμοτόμηση χωρίς όμως εκρίζωση των πρέμνων. Τα νέα έρριζα εμβολιασμένα μοσχεύματα φυτεύονται σε μικρή απόσταση από τη θέση των παλαιών (Εικ. 4). Είναι προφανές ότι στην περίπτωση εφαρμογής της μεθόδου θα πρέπει να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα προστασίας των νέων φυτών, έλεγχος για την πιθανή αναβλάστηση των υποκειμένων κ.ά.