Α.Σ. Ερυθρών : Οδηγός καλλιέργειας αμπελιού.

Θέση εγκατάστασης του αμπελώνα

Το αμπέλι καλλιεργείται σε ποικίλες θέσεις και συνήθως εγκαθίσταται σε υψόμετρο μεταξύ 100 και 600 μέτρων. Επίσης πλέον κατάλληλα θεωρούνται τα επικλινή εδάφη (πλαγιές λόφων). Αποφεύγεται η εγκατάσταση αμπελώνων σε περιοχές με παγετούς νωρίς την άνοιξη, καθώς και σε ιδιαίτερα υγρές περιοχές. Για τις γραμμικές φυτεύσεις και σε εδάφη με κλίση από 4 – 14% οι γραμμές φύτευσης ακολουθούν τις ισοϋψείς. Σε επίπεδα εδάφη (κλίση εδάφους μικρότερη από 4%) και σε περιοχές με ήπιο καλοκαίρι, οι γραμμές φύτευσης έχουν τη διεύθυνση βορά─νότου, ενώ σε θερμές περιοχές με καύσωνες, έχουν τη διεύθυνση ανατολής─δύσης. Παράλληλα, η κατεύθυνση των γραμμών πρέπει να εξασφαλίζει την καλλύτερη δυνατή κυκλοφορία του αέρα μέσα στον αμπελώνα.

Όταν οι γραμμές φύτευσης έχουν προσανατολισμό βορά─νότου, τα σταφύλια εκτίθενται περισσότερο χρόνο στην ηλιακή ακτινοβολία, γεγονός επιθυμητό για τις κεντρικές και τις βόρειες περιοχές της Χώρας. Αντιθέτως, στις νότιες περιοχές ο προσανατολισμός των γραμμών ανατολής─δύσης εκθέτει τα σταφύλια λιγότερο χρόνο στην ηλιακή ακτινοβολία, προστατεύοντάς τα από τους καλοκαιρινούς καύσωνες.


 

Κατάλληλο έδαφος για εγκατάσταση αμπελώνα

Το αμπέλι αναπτύσσεται και καρποφορεί σε όλους τους τύπους των εδαφών, με εξαίρεση τα αλατούχα εδάφη (πλούσια σε χλωριούχο νάτριο). Το έδαφος είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την κατεύθυνση της παραγωγής (επιτραπέζιο σταφύλι, κρασί), καθώς και την ποιότητα και την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι βαθύ, να στραγγίζει εύκολα και με ουδέτερο pH. Γενικώς, κατάλληλα θεωρούνται τα μέσης σύστασης αμμοαργιλώδη εδάφη. Ειδικότερα και για τις οινοποιήσιμες ποικιλίες, προτιμώνται εδάφη μάλλον φτωχά, αμμώδη, πετρώδη, χαλικώδη ή/και ασβεστολιθικά, ενώ για τις επιτραπέζιες ποικιλίες, προτιμώνται τα περισσότερο αργιλώδη και πλούσια εδάφη των πεδινών περιοχών.


 

Εγκατάσταση αμπελώνα – Προετοιμασία εδάφους

Στην περίπτωση που στον αγρό προϋπάρχει πολυετής καλλιέργεια ή πολυετής αυτοφυής βλάστηση, συνιστάται η πλήρης απομάκρυνση αυτής (υπέργειο μέρος και ριζικό σύστημα) και η σπορά του αγρού με ένα χειμωνιάτικο δημητριακό (σιτάρι, κριθάρι κ.ά.) τουλάχιστον για ένα χρόνο. Στην περίπτωση που ο αγρός καλλιεργούνταν με ετήσιες καλλιέργειες, συνιστάται βαθιά άροση (40 – 70 εκ. ανάλογα με τη δομή του εδάφους) αργά την άνοιξη─αρχές καλοκαιριού και φύτευση του αμπελιού την επόμενη άνοιξη. Ανάλογα με την κλίση και τη δομή του εδάφους, θεωρείται απαραίτητη η διάνοιξη αποστραγγιστικών τάφρων περιμετρικά και εντός του αγρού.

Επίσης, βάση νόμου για την εγκατάσταση ενός νέου αμπελώνα, υποχρεούται ο παραγωγός να προβεί σε ανάλυση εδάφους για ολικό και ενεργό ασβέστιο και για την ύπαρξη παθογόνων νηματωδών.

Η επιλογή του υποκειμένου γίνεται με βάση το ολικό και το ενεργό ασβέστιο που υπάρχει στο έδαφος, ενώ η παρουσία παθογόνων νηματωδών καθιστά απαγορευτική τη φύτευση πριν περάσουν πέντε χρόνια κατά τα οποία ο αγρός πρέπει να καλλιεργηθεί με σιτηρά.

Επανεγκατάσταση αμπελώνα

Μετά την εκρίζωση του παλαιού αμπελώνα και πριν την εγκατάσταση του νέου, συνιστάται η καλλιέργεια ετήσιου δημητριακού για δύο συναπτά έτη. Στην περίπτωση που είχε διαπιστωθεί η παρουσία ιώσεων στο παλιό αμπέλι, τότε συνιστάται αγρανάπαυση τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Κατά την αναμπέλωση, σε εδάφη με παρουσία του νηματώδη-φορέα του Μολυσματικού Εκφυλισμού Xiphinema index, συνιστάται η εφαρμογή χημικής αποξήρανσης των πρέμνων πριν την εκρρίζωσή τους και απαιτείται αγρανάπαυση τουλάχιστον δέκα (10) ετών.


 

Επιλογή Ποικιλιών – Φυτών

Η επιλογή της ποικιλίας γίνεται με κριτήριο:
  • Την κατεύθυνση της καλλιέργειας (οινοποιήσιμες λευκές ή ερυθρές ποικιλίες, επιτραπέζιες πρώιμες ή όψιμες ποικιλίες).
  • Να είναι συνιστώμενες και επιτρεπόμενες στην περιοχή εγκατάστασης.
  • Το βαθμό προσαρμοστικότητας των ντόπιων και ξένων ποικιλιών στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής.
Προτιμώνται προς φύτευση τα έριζα εμβολιασμένα φυτά, των οποίων:
  • Το υποκείμενο πρέπει να είναι ανθεκτικό στη φυλλοξήρα και στους υπόλοιπους εχθρούς και ιώσεις που προσβάλουν το αμπέλι.
  • Να υφίσταται υψηλός βαθμός συμβατότητας μεταξύ υποκειμένου και ποικιλίας.
  • Τα υποκείμενα να είναι πιστοποιημένα και να συνοδεύονται από εγγύηση της ποικιλίας.
  • Τα εμβόλια να είναι απαλλαγμένα από ιώσεις και ασθένειες ξύλου.
  • Τα φυτά να έχουν καλό σημείο συγκόλλησης υποκειμένου και ποικιλίας, καθώς και καλά διακλαδισμένη ρίζα.
  • Τα φυτά προέρχονται από αναγνωρισμένα φυτώρια.
    Το πολλαπλασιαστικό υλικό θα πρέπει να πληρεί τις εκάστοτε διεθνείς, κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις σε θέματα
    Φυτοϋγειονομικού ελέγχου και πολλαπλασιαστικού υλικού.

Φύτευση – διαμόρφωση αμπελώνα

Η φύτευση πραγματοποιείται τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν έριζα μοσχεύματα υποκειμένου, η εγκατάσταση της επιθυμητής ποικιλίας γίνεται με ημιμαγιόρκειο εμβολιασμό τον Αύγουστο. Γενικώς, προτιμάται το γραμμικό σχήμα καλλιέργειας σε διάφορες παραλλαγές, όμως ανάλογα με την ισχύουσα νομοθεσία (αμπελώνες VQPRD), την ποικιλία και κυρίως τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, το σχήμα καλλιέργειας μπορεί να είναι κυπελλοειδές, καλάθι κ.ά. Οι αποστάσεις φύτευσης είναι συνήθως 2 – 2,40 m μεταξύ των γραμμών και 1 m μεταξύ των πρέμνων.
Γενικά, η πυκνότητα φύτευσης εξαρτάται από:
  • Το σχήμα μόρφωσης.
  • Την ποικιλία.
  • Την γονιμότητα του εδάφους.
  • Την επιθυμητή ποιότητα του τελικού προϊόντος.

Άρδευση

Με την επιλογή της γραμμικής φύτευσης, έμμεσα επιλέγεται και η άρδευση του αμπελώνα. Τα τρία (3) πρώτα χρόνια από την εγκατάσταση, η τακτική άρδευση του αμπελώνα κρίνεται ως απαραίτητη. Στη συνέχεια, η συχνότητα άρδευσης και η ποσότητα του νερού εξαρτάται:
  • Από τις ανάγκες της ποικιλίας.
  • Την κατεύθυνση της παραγωγής.
  • Την εποχή και κυρίως το βλαστικό στάδιο της καλλιέργειας.
  • Τον τύπο του εδάφους.
  • Το ετήσιο ύψος βροχόπτωσης.
  • Την επιθυμητή ποιότητα του προϊόντος.

Η εφαρμογή της άρδευσης πρέπει να είναι ορθολογική και κυρίως όχι υπερβολική, προκειμένου να αποφεύγονται κίνδυνοι προσβολών των πρέμνων από καταστρεπτικές ασθένειες, που ευνοούνται από την εδαφική υγρασία, αλλά και από σχισίματα των ραγών κατά την ωρίμανση. Τα τελευταία, λειτουργούν ως πύλες εισόδου παθογόνων μυκήτων και βακτηρίων που προκαλούν καταστροφικές σήψεις των βοτρύων. Γενικά, οι απαιτήσεις του φυτού σε νερό διαφοροποιούνται στα διάφορα στάδια ανάπτυξης. Κατά την περίοδο ανάπτυξης των βλαστών αρχίζουν να αυξάνονται οι απαιτήσεις του φυτού σε νερό, φτάνοντας το μέγιστο στο στάδιο ανάπτυξης της ράγας. Οι απαιτήσεις αρχίζουν να μειώνονται από το στάδιο του γυαλίσματος μέχρι την ωρίμανση. Η υπερβολική άρδευση, εκτός του ότι μειώνει την αντοχή του φυτού στις ασθένειες, καθυστερεί την ωρίμανση και παράλληλα μειώνει ποιοτικά την παραγωγή.


Λίπανση

Οι απαιτήσεις της καλλιέργειας σε λίπανση καθορίζονται ανάλογα με:
  • Τα αποτελέσματα της εδαφολογικής ανάλυσης ή/και της φυλλοδιαγνωστικής.
  • Τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της ποικιλίας.
  • Την επιθυμητή ποιότητα του τελικού προϊόντος.

Η υπερβολική λίπανση και κυρίως με αζωτούχα λιπάσματα, προκαλεί ευαισθησία των φυτών σε καταστροφικές παρασιτικές ασθένειες. Η έλλειψη στοιχείων και ιχνοστοιχείων προκαλεί μη παρασιτικής φύσεως ασθένειες, η οποίες οδηγούν συχνά σε σημαντική απώλεια της παραγωγής.


 

Έλεγχος ζιζανίων

Η ανάπτυξη των πρέμνων δέχεται τον ανταγωνισμό των ζιζανίων, ιδίως τα τρία πρώτα χρόνια από την εγκατάστασή τους. Για το λόγο αυτό απαιτείται ο συνεχής έλεγχος της παρουσίας των ζιζανίων στον αμπελώνα. Ο έλεγχος αυτός επιτυγχάνεται με καλλιεργητικά και χημικά μέσα (ζιζανιοκτόνα). Στην περίπτωση νέων αμπελώνων, προτιμάται η εφαρμογή καλλιεργητικών μεθόδων, λόγω της δεδομένης ευαισθησίας των νεαρών πρέμνων στα ζιζανιοκτόνα. Σε νέους αμπελώνες χρησιμοποιούνται ζιζανιοκτόνα επαφής. Όταν κατά την εφαρμογή τα πρέμνα βρίσκονται στη βλαστική περίοδο, δεν πρέπει να διαβρέχονται τα φύλλα με το ψεκαστικό υγρό. Από το τρίτο έτος εγκατάστασης του αμπελώνα και μετά, μπορεί να χρησιμοποιούνται και διασυστηματικά ζιζανιοκτόνα.

Το πρέμνο παρόλο που έχει ένα εκτεταμένο ριζικό σύστημα, δέχεται μεγάλο ανταγωνισμό από τα ζιζάνια, όσον αφορά την εδαφική υγρασία, τα θρεπτικά στοιχεία και το ηλιακό φως. Επίσης, τα ζιζάνια μειώνουν την κυκλοφορία του αέρα στο εσωτερικό του αμπελώνα και γενικά δημιουργούν ένα μικροκλίμα, που ευνοεί την ανάπτυξη ασθενειών, αλλά και πληθυσμών εντομολογικών εχθρών. Επίσης, πολλά ζιζάνια αποτελούν ξενιστές εντομολογικών εχθρών και φυτοφάγων ακάρεων.


Χειμερινό κλάδεμα

Το χειμερινό κλάδεμα συνιστάται να γίνεται αργά, δηλ. τέλος Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου και με την εκκίνηση της δακρύρροιας. Πρέπει να διενεργείται πάντα με ξηρό καιρό και να αποφεύγονται οι μεγάλες, καθώς και οι άσκοπες τομές. Τα πρέμνα με εμφανή συμπτώματα προσβολής σε κληματίδες, κεφαλές, ή βραχίονες, συνιστάται να κλαδεύονται τελευταία. Τα κλαδευτικά εργαλεία πρέπει να απολυμαίνονται συχνά (από πρένο σε πρέμνο, αλλά και στο ίδιο πρέμνο, όταν αφαιρούνται προσβεβλημένες κληματίδες, κεφαλές ή βραχίονες. Οι μεγάλες τομές συνιστάται να καλύπτονται άμεσα με μυκητοκτόνο πάστα. Αμέσως μετά το κλάδεμα συνιστάται ψεκασμός των πρέμνων με εγκεκριμένο χαλκούχο σκεύασμα, καθώς και άμεση συλλογή και καύση του άνω των δύο (2) ετών ξύλου (χοντρά κλαδέματα, κεφαλές, βραχίονες, κορμοί).


 

Θερινά κλαδέματα (βλαστολόγημα, κορυφολόγημα,ξεφύλλισμα)

Είναι επεμβάσεις αφαίρεσης νεαρής βλάστησης και φυλλώματος. Αρχίζουν με το βλαστολόγημα (Απρίλιο – Μάιο και πριν την άνθηση) και συνεχίζονται αναλόγως τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα θερινά κλαδέματα είναι μεγάλης σημασίας, διότι με αυτά επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ παραγωγής και βλάστησης, βοηθούν καθοριστικά στη μορφοποίηση των πρέμνων και εμμέσως συμβάλλουν σημαντικά στη φυτοπροστασία.

Με τα θερινά κλαδέματα, εκτός από ποιοτικότερη παραγωγή, διόρθωση ή συμπλήρωση του σχήματος μόρφωσης, επιτυγχάνεται καλύτερος αερισμός και φωτισμός της βλάστησης που απομένει, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μικροκλίματος που δεν ευνοεί την ανάπτυξη και εξάπλωση ασθενειών και εχθρών της καλλιέργειας. Ειδικά το πρώτο βλαστολόγημα, είναι σημαντικό στην πρόληψη της πρώτης προσβολής του περονόσπορου στις ανθοταξίες και τα νεαρά φύλλα. Επίσης, περιορίζει τη προσβολή της ασθένειας σε επόμενα βλαστικά στάδια. Επιπλέον, τα θερινά κλαδέματα συμβάλλουν στην καλύτερη και συνεπώς αποτελεσματικότερη εφαρμογή των φυτοπροστατευτικών.